- ὑπέκειτο
- ὑπόκειμαιlie underimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αφθαρτοδοκητισμός — Θρησκευτική αίρεση σύμφωνα με την οποία το σώμα του Χριστού, ήδη από τη σύλληψή του και τη γέννησή του είναι άφθαρτο. Έτσι, μόνο κατ’ οικονομίαν και κατά χάριν υποτάσσεται στα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη, δηλαδή στην πείνα, τη δίψα, την κούραση κλπ.… … Dictionary of Greek
σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… … Dictionary of Greek
φθαρτοδοκητές — οι / φθαρτοδοκηταί, ΝΜ εκκλ. οπαδοί τού πατριάρχη Αντιοχείας Σεβήρου οι οποίοι πίστευαν ότι το σώμα τού Χριστού πριν από την Ανάσταση υπέκειτο σε όλα τα ανθρώπινα πάθη, γεγονός που τούς έφερε σε αντιπαράθεση με τους αφθαρτοδοκητές, αλλ.… … Dictionary of Greek